- στενωπός
- -ή, -ό / στενωπός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν και -ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Ατο θηλ. ως ουσ. η στενωπόςα) στενή δίοδος, στενό πέρασμαβ) στενός δρόμος, σοκάκιγ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενάνεοελλ.κάπως στενόςμσν.-αρχ.αυτός που έχει στενή έξοδο, στενόπορος* («πόντος στεινωπός», Απολλ. Ρόδ.)αρχ.1. ως ουσ. (για αιμοφόρα αγγεία) στενός πόρος2. φρ. «στενωπὸς Ἅδου» — η στενή είσοδος τού Άδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στερ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.